Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

αθεώρητα και αθεωρήτως

  1. χωρίς θεώρηση

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αθεώρητα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αθεώρητος