αδερφούλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ðeɾˈfu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δερ‐φού‐λη
- ομόηχο: αδερφούλι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααδερφούλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του αδερφούλης
αδερφούλη αρσενικό