αγριωπά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααγριωπά < αγριωπός
Επίρρημα
επεξεργασίααγριωπά
- τον κοίταξε αγριωπά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγριωπά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγριωπά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγριωπό