Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγορεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγορεύω
  2. θα αγορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγορεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αγορεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγόρευση