αγιοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααγιοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιοποιώ
- θα αγιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααγιοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγιοποίηση