ήβαλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ήβαλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἢβαλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαήβαλα
- (ιδιωματικό, ιδίως στα κρητικά) άλλη μορφή του έβαλα (βάζω)
- ※ — Είδες εκειά μασκαριλίκια στη βάφτιση; Εγώ για να τον εμερώσω ήβαλα στο νου μου ολόκληρο σχέδιο.
- Ιωάννης Κονδυλάκης, Ο Πατούχας (1892) [1].
- ※ Γνωστή είναι, εξάλλου, και η φράση «ούτ’ αντίντερο δεν ήβαλα σήμερα στο στόμα μου» που πολλοί Ερυθραιώτες λένε ακόμη.
- «Τα χριστόψωμα», Κέντρο Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας (ΚΕΜΜΕ)· πρόσβαση: 2022-09-13.
- ※ — Είδες εκειά μασκαριλίκια στη βάφτιση; Εγώ για να τον εμερώσω ήβαλα στο νου μου ολόκληρο σχέδιο.