έτυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
έτυμα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έτυμο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έτυμον