Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
έντρομα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Αντώνυμα
1.3.3
Συγγενικά
1.3.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
έντρομα
<
έντρομος
+
-α
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈen.dɾo.ma
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
έ‐ντρο‐μα
παλιότερος συλλαβισμός
:
έν‐τρο‐μα
Επίρρημα
επεξεργασία
έντρομα, -ή, -ο
με
έντρομο
τρόπο
Συνώνυμα
επεξεργασία
καταφοβισμένα
τρομοκρατημένα
Αντώνυμα
επεξεργασία
άτρομα
ατρόμητα
άφοβα
Συγγενικά
επεξεργασία
έντρομος
→
και
δείτε
τις λέξεις
εν
και
τρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
έντρομα
αγγλικά
:
fearfully
(en)