άρα κατάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
άρα κατάρα θηλυκό άκλιτο
- (λαϊκότροπο) αίτηση ή παράκληση για εκπλήρωση ή πραγματοποίηση μιας επιθυμίας, που συνοδεύεται από κατάρα σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πραγματοποίησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
άρα κατάρα
|