Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρα κατάρα < αρά + κατάρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρα κατάρα θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία