άπαπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άπαπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄπαπα < αρχαία ελληνική ἀπαπαί, ἀππαπαῖ (ηχομιμητική λέξη). Συγκρίνετε με το ά πα-πα.
Προφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαάπαπα!
- (προφορικό) για κατηγορηματική άρνηση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιφώνημα άρνησης
|
Πηγές
επεξεργασία- άπαπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άπαπα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- [1] & s.v. α (επιφώνημα) - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα) Φράσεις: ά πα-πα & α πα-πά &