Δείτε επίσης: ἄπαπα, ά πα-πα, α πα-πά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άπαπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄπαπα < αρχαία ελληνική ἀπαπαί, ἀππαπαῖ (ηχομιμητική λέξη). Συγκρίνετε με το ά πα-πα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa‿pa.pa/
ομόηχο: ά πα πα

  Επιφώνημα

επεξεργασία

άπαπα!

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία