Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις άνθρωπος και σπήλαιο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

άνθρωπος των σπηλαίων αρσενικό

  1. άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής
  2. (μεταφορικά) πρωτόγονος, απολίτιστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία