Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις άνθρωπος και σπήλαιο

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

άνθρωπος των σπηλαίων αρσενικό

  1. άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής
  2. (μεταφορικά) πρωτόγονος, απολίτιστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία