Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άναρθρα < άναρθρος

  Επίρρημα επεξεργασία

άναρθρα

  1. για να χαρακτηρίσει εκφορά λόγου χωρίς άρθρο
    Εκφέρεται έναρθρα και κατά περίπτωση άναρθρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

άναρθρα