Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαϊραμπέτ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Հայրապետ (Hayrapet) < παλαιά αρμενική հայրապետ (hayrapet, πατριάρχης)[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χαϊραμπέτ αρσενικό, άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ο αποκαλούμενος «καθολικός» σε ορισμένες Εκκλησίες του Ανατολικού Χριστιανισμού.