Χάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Χάρισμα < γενική ενικού του αρσενικού Χάρισμας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxa.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χά‐ρι‐σμα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧάρισμα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΧάρισμα αρσενικό