Χάνδακα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxan.ða.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χάν‐δα‐κα
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΧάνδακα αρσενικό
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΧάνδακα αρσενικό
Χάνδακα αρσενικό
Χάνδακα αρσενικό