Δείτε επίσης: φύρερ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Φύρερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Führer

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φύρερ αρσενικό, μόνο στον ενικό, άκλιτο

Σημειώσεις επεξεργασία

  • απαντά και χωρίς κεφαλαίο αρχικό γράμμα: φύρερ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Φύρερ < (μεταγραφή) γερμανική Führer (ως επώνυμο)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Φύρερ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο