Τόσκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τόσκα < γενική ενικού του αρσενικού Τόσκας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈto.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τό‐σκα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤόσκα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤόσκα αρσενικό