Τόντοροφ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τόντοροφ < πατρωνυμικό, μεταγραφή για τη βουλγαρική Тодоров (Tódorov)· μορφολογικά αναλύεται σε Τόντορ + -οφ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈto.do.ɾof/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τό‐ντο‐ροφ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΤόντοροφ αρσενικό, άκλιτο
Σημειώσεις
επεξεργασία- Αποδίδετε συνήθως ως Τοντόροφ ή Τοντόρωφ·[2] ενίοτε και ως Τοντόροβ ως μεταγραμματισμός.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γυναικείο επώνυμο: Τοντόροβα)