Τυτώ η λευκή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τυτώ η λευκή < αρχαία ελληνική τυτώ, λευκός, (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική Tyto alba < αρχαία ελληνική τυτώ, λατινική albus
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤυτώ η λευκή θηλυκό
- ταξινομικός όρος - είδος: κουκουβάγιας, η Tyto alba