Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσιλέρ < μεταγραφή για την τουρκική Çiller [< çiller (φακίδες), πληθυντικός αριθμός του çil ]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siˈler/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσι‐λέρ
τονικό παρώνυμο: Τσίλλερ

  Μεταγραφή επεξεργασία

Τσιλέρ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία