Τσιάμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τσιάμη < γενική ενικού του αρσενικού Τσιάμης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈt͡sça.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσιά‐μη
- παρώνυμο: Τσάμη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τσιάμη θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Τσιάμη αρσενικό