Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Τριγκία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τριγκία < (…) < λατινική triga + -ία < tri- (< tres, tria) + iuga, πληθυντικός αριθμός του iugum

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τριγκία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία