Τζαβέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τζαβέλα < γενική ενικού του αρσενικού Τζαβέλας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /d͡zaˈve.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τζα‐βέ‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤζαβέλα θηλυκό άκλιτο
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤζαβέλα αρσενικό