γράφεις: (μεταβατικό) ανακατεύω ένα υγρό μείγμα, με κάποιο εργαλείο ή ανακινώντας το ελαφρά, για να αναμειχθούν καλύτερα τα συστατικά του


  • σύγχυση του μαγειρικού ταράγματος, με το απαλό ανάδευμα των μαλλιών απ' τον αέρα
    συνήθως ο μέσος χρήστης της λέξης εννοεί ταράζω όσο αφορά το φαγητό

(κάποιες λεπτές διαφορές δύσκολα γίνονται κανόνας)

Επιστροφή στη σελίδα "αναδεύω".