Στρέφη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Στρέφη < γενική ενικού του αρσενικού Στρέφης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstɾe.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρέ‐φη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτρέφη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΣτρέφη αρσενικό