Σκεντέρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σκεντέρη < γενική ενικού του αρσενικού Σκεντέρης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sceˈ.de.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκε‐ντέ‐ρη
- παρώνυμο: Κεντέρη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σκεντέρη θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Σκεντέρη αρσενικό