Σιαφάκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σιαφάκα < γενική ενικού του αρσενικού Σιαφάκας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sçaˈfa.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σια‐φά‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣιαφάκα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΣιαφάκα αρσενικό