Δείτε επίσης: σερζ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σερζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική Serge

  Μεταγραφή επεξεργασία

Σερζ αρσενικό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία