σερζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σερζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική serge
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερζ ουδέτερο, άκλιτο
- είδος μάλλινου υφάσματος με διαγώνια πλέξη
- ※ ίσια μίντι φούστα από σερζ ύφασμα (από εμπορική ιστοσελίδα)
- ※ εβαζέ φούστα-φάκελος από στρετς σερζ ύφασμα (από εμπορική ιστοσελίδα)
- ※ Το ντύσιμό του, ανώτερο από των υπολοίπων μας, είναι ένα μνημείο δυσαρμονίας: παντελόνι ιππασίας, μπλε σακάκι και γιλέκο από ύφασμα σερζ, ριγέ πουκάμισο και, ως επιστέγασμα όλων αυτών, ένας στρατιωτικός μπερές στο κεφάλι. (Γ. Στάνλεϊ Μος, Κακό φεγγαραντάμωμα: Το χρονικό της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε, Εκδ. Μεταίχμιο, 2016)