Δείτε επίσης: σεξ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σ.ΕΞ. < από τα αρχικά των λέξεων Στέρηση Εξόδου.

  Συντομομορφή επεξεργασία

Σ.ΕΞ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο