Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΣΕΚ <  : Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους

  Συντομομορφή επεξεργασία

Σ.Ε.Κ. αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. παλαιότερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου στην Ελλάδα που εκμεταλλευόταν τους ελληνικούς σιδηροδρόμους
  2. (κατ’ επέκταση), (παρωχημένο) το τρένο

Δείτε επίσης επεξεργασία