Ράπτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ράπτη < γενική ενικού του αρσενικού Ράπτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾa.pti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρά‐πτη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ράπτη θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Ράπτη αρσενικό