Πυροβέτση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πυροβέτση < γενική ενικού του αρσενικού Πυροβέτσης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾoˈve.t͡si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πυ‐ρο‐βέ‐τση
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠυροβέτση θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Πυροβέτσης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠυροβέτση αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Πυροβέτσης
- λόγια μορφή γενικής: Πυροβέτσου