Πλαστήρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πλαστήρα < γενική ενικού του αρσενικού Πλαστήρας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /plaˈsti.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πλα‐στή‐ρα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πλαστήρα θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Πλαστήρα αρσενικό