Πεόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πεόγλου < τοπωνύμιο οθωμανική τουρκική بكاوغلی, στην τουρκική γλώσσα Beyoğlu
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠεόγλου ουδέτερο, άκλιτο
- (καθαρεύουσα, εξαιρετικά σπάνιο) εξελληνισμένη μορφή της τουρκικής ονομασίας της συνοικίας της Κωνσταντινούπολης Μπέγιογλου, γνωστής στα ελληνικά κυρίως ως Πέραν
Σημειώσεις
επεξεργασία- Φαίνεται ως άπαξ λεγόμενον, από τον Σέργιο Ιωάννου, στη μπροσούρα που εξέδωσε στη Βιέννη το 1806, με τίτλο Ἀναίρεσις νοσοκομικῆς τινος ἀναφοράς καὶ σύντομος διήγησις τῶν ἐν τῷ τοῦ Γαλατᾶ τῶν Γραικῶν νοσοκομείῳ ἀρτίως συμβάντων.[1]
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. Κωνσταντίνος Σάθας, «Περί του εν Γαλατά γραικικού νοσοκομείου και του πρώτου αυτού ιδρυτού Γεωργ. Σταυράκη», Πανδώρα 469 (1 Οκτωβρίου 1869), σ. 242 και, του ίδιου, Νεοελληνικής φιλολογίας παράρτημα. Ιστορία του ζητήματος της νεοελληνικής γλώσσης, (Αθήνα: Εκ της Τυπογραφ. των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, 1870), σ. 313.