Πετμεζά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πετμεζά < γενική ενικού του αρσενικού Πετμεζάς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pet.meˈza/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πετ‐με‐ζά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠετμεζά θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠετμεζά αρσενικό