Πεταλωτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πεταλωτή < γενική ενικού του αρσενικού Πεταλωτής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ta.loˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐τα‐λω‐τή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠεταλωτή θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠεταλωτή αρσενικό