Πατλάκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πατλάκα < γενική ενικού του αρσενικού Πατλάκας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /patˈla.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πατ‐λά‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠατλάκα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠατλάκα αρσενικό