Πανάκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πανάκα < γενική ενικού του αρσενικού Πανάκας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈna.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐νά‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠανάκα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠανάκα αρσενικό