ΠΣΚ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ΠΣΚ < Παρασκευοσαββατοκύριακο
Προφορά 1
επεξεργασία- Που Σου Κου
Συντομομορφή 1
επεξεργασίαΠ.Σ.Κ. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- η περίοδος του τριημέρου Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή
- (στρατιωτική αργκό) άδεια στο στρατό που περιλαμβάνει το τριήμερο Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΠροφορά 2
επεξεργασία- Πι Σι Κάππα
Συντομομορφή 2
επεξεργασίαΠ.Σ.Κ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- (παρωχημένο) ελληνική φοιτητική πολιτική παράταξη στηριζόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, αναφερόμενη και με τον σύντομο όρο Πανσπουδαστική.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ΠΣΚ
|