Νόβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Νόβα < γενική ενικού του αρσενικού Νόβας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈno.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νό‐βα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝόβα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΝόβα αρσενικό