Ντενίσοβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /deˈni.so.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντε‐νί‐σο‐βα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Ντενίσοβα < (μεταγραμματισμός) ρωσική Денисова (Denísova) (ή από τη βουλγαρική)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝτενίσοβα θηλυκό
Μεταγραφές
επεξεργασίαως ελληνικό επώνυμο:
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Ντενίσοβα < μεταγραφή για τη ρωσική ή τη βουλγαρική Денисова (Denísova)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝτενίσοβα θηλυκό, άκλιτο