Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νισέλ < αγγλική Nichelle

  Μεταγραφή επεξεργασία

Νισέλ θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία