Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νίκολς < αγγλική Nichols

  Μεταγραφή επεξεργασία

Νίκολς αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία