ΝΑΣΑ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΝΑΣΑ < (άμεσο δάνειο) αγγλική NASA < National Aeronautics and Space Administration (Εθνική Υπηρεσία Αεροναυπηγικής και Διαστήματος)
Προφορά επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
ΝΑΣΑ θηλυκό ακρωνύμιο
- (αστροναυτική) ελληνογράμματη γραφή για την 'Εθνική Υπηρεσία Αεροναυπηγικής και Διαστήματος' των ΗΠΑ
Σημειώσεις επεξεργασία
- Συνήθως γράφεται με λατινικό αλφάβητο NASA
Δείτε επίσης επεξεργασία
- NASA στη Βικιπαίδεια
- ESA