administration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
administration | administrations |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- administration < λατινική administratio
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
administration (en)
- (μη μετρήσιμο) η διοίκηση, οι δραστηριότητες που γίνονται για να σχεδιάζω, για να οργανώνω και για να λειτουργώ μια επιχείρηση, ένα σχολείο ή άλλο ίδρυμα
the administration of a union - η διοίκηση σωματείου
I have a Master of Business Administration./master’s in Business Administration
- Έχω μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
- η κυβέρνηση, ειδικά στις ΗΠΑ
the new administration in Washington - η νέα κυβέρνηση της Ουάσιγκτον
The new administration was sworn in yesterday.
- Ορκίστηκε χθες η νέα κυβέρνηση.
- (μη μετρήσιμο) η διακυβέρνηση, η άσκηση της πολιτικής εξουσίας
The people, with their votes, decide which party will take over administration of the country.
- Ο λαός με την ψήφο του αποφασίζει ποιο κόμμα θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
- (μη μετρήσιμο) η απονομή, η παροχή σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου
the administration of justice - η απονομή δικαιοσύνης
- η διοίκηση, τα πρόσωπα που ασκούν τη διοίκηση μιας επιχείρησης, ενός ιδρύματός κτλ.
The company will achieve its goals with the new administration.
- Η επιχείρηση θα πετύχει τους σκοπούς της με την καινούρια διοίκηση.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η χορήγηση, η πράξη του να χορηγώ φάρμακο σε κάποιον
the administration of drugs - η χορήγηση φαρμάκων
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
administration | administrations |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- administration < λατινική administratio
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ad.mi.nis.tʁa.sjɔ̃/
- ⓘ