aeronautics
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aeronautics < (άμεσο δάνειο) νεολατινική aëronauticus (μαρτυρείται από το 1798)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaeronautics (en) άκλιτο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ aeronautics στο λεξικό Merriam-Webster