Μπεσάρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /beˈsar/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπε‐σάρ
Μεταγραφή επεξεργασία
Μπεσάρ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Μπεσάρ στη Βικιπαίδεια
Μπεσάρ ουδέτερο άκλιτο