Μονή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μονή < μονή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜονή θηλυκό
- τίτλος ονομασίας μονής, μοναστηριού
- ⮡ η Μονή Πετράκη
- χωριά της Ελλάδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μονή
|
Δείτε επίσης : μονή, μόνη |
Μονή θηλυκό
|