Μνατσακάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μνατσακάν < άμεσο δάνειο από την αρμενική Մնացական (Mnacʿakan, κυριολεκτικά: αυτός που θα μακροημερεύσει) < մնացական (mnacʿakan, που παραμένει, που διαρκεί)
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜνατσακάν αρσενικό, άκλιτο